εγωκεντρισμός

εγωκεντρισμός
ο
η τάση να θεωρεί κανείς τον εαυτό του ως κέντρο του σύμπαντος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εγωκεντρισμός — ο ψυχοπαθολογική τάση να ανάγει κανείς τα πάντα στο άτομό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. egocentrisme < λατ. ego + γαλλ. centre «κέντρο» + κατάλ. isme)] …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • ναρκισσισμός — ο 1. υπερβολική αυταρέσκεια, αυτοθαυμασμός, εγωπάθεια, εγωλατρία, εγωκεντρισμός 2. (ψυχιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία το άτομο ερωτεύεται τον εαυτό του, αυτοερωτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. narcissisme < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • σολιψισμός — Ακραία μορφή του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Σύμφωνα με τον σ. αναμφισβήτητη πραγματικότητα είναι μόνο το σκεπτόμενο υποκείμενο και όλα τα άλλα θεωρούνται ότι υπάρχουν μόνο στη συνείδηση του ατόμου. Η θεωρία αυτή βρίσκεται σε αντίφαση με όλη την… …   Dictionary of Greek

  • φιλαυτία — η, ΝΜΑ [φίλαυτος] η υπερβολική αγάπη ενός ατόμου για τον εαυτό του, εγωισμός, εγωπάθεια, εγωκεντρισμός (α. «η φιλαυτία του είναι το κύριο αίτιο τής απάνθρωπης συμπεριφοράς του» β. «τοῡτο δὲ φιλαυτίας ἁμάρτημα καὶ χαλεπότητος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… …   Dictionary of Greek

  • εγωλατρία — η η λατρεία του εγώ, εγωπάθεια, εγωκεντρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγωμανία — η μεγάλη εγωπάθεια, εγωλατρία, εγωκεντρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλαυτία — η υπερβολική αγάπη του εαυτού (μας), υπέρμετρος εγωισμός, εγωκεντρισμός, εγωλατρία, εγωμανία, φιλοτομαρισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”